Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀϊδρείη
ἄϊδρις
ἀΐδρυτος
Ἀϊδωνεύς
αἰδώς
αἰένυπνος
αἰζήϊος
αἰζηός
αἴητος
αἰθάλη
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἴθε
αἰθερεμβατέω
αἰθέριος
αἰθεροδρόμος
αἰθήρ
Αἰθιοπία
Αἰθιοπικός
View word page
αἰθαλίων
αἰθαλίων αἴθαλος epith. of the τέττιξ, swarthy, dusky, Theocr.

ShortDef

swarthy, dusky

Debugging

Headword:
αἰθαλίων
Headword (normalized):
αἰθαλίων
Headword (normalized/stripped):
αιθαλιων
IDX:
755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n755
Key:
ai)qali/wn

Data

{'content': 'αἰθαλίων\n αἴθαλος\n epith. of the τέττιξ, swarthy, dusky, Theocr.', 'key': 'ai)qali/wn'}