Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτίσκος
δεσπότις
δετή
δεῦμα
δεῦρο
δευσοποιός
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
δευτερεῖος
δευτερεύω
δευτερόπρωτον
δεύτερος
δεύω
δεύω
View word page
δευσοποιός
δευσοποιός δεύω, ποιέω deeply dyed, ingrained, fast, of colours, Plat., Luc.
ShortDef
deeply dyed, ingrained, fast
Debugging
Headword:
δευσοποιός
Headword (normalized):
δευσοποιός
Headword (normalized/stripped):
δευσοποιος
IDX:
7523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7527
Key:
deusopoio/s
Data
{'content': 'δευσοποιός\n δεύω, ποιέω\n deeply dyed, ingrained, fast, of colours, Plat., Luc.', 'key': 'deusopoio/s'}