Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτίσκος
δεσπότις
δετή
δεῦμα
δεῦρο
δευσοποιός
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
δευτερεῖος
δευτερεύω
δευτερόπρωτον
View word page
δετή
δετή properly fem. of δετός, sub. λαμπάς sticks bound up, a fagot, torch, Il., Ar.
ShortDef
sticks bound up, a fagot, torch
Debugging
Headword:
δετή
Headword (normalized):
δετή
Headword (normalized/stripped):
δετη
IDX:
7520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7524
Key:
deth/
Data
{'content': 'δετή\n properly fem. of δετός, sub. λαμπάς\n sticks bound up, a fagot, torch, Il., Ar.', 'key': 'deth/'}