Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτίσκος
δεσπότις
δετή
δεῦμα
δεῦρο
δευσοποιός
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
δευτερεῖος
δευτερεύω
View word page
δεσπότις
δεσπότις = δέσποινα.

ShortDef

mistress, lady of the house (fem of δεσπότης)

Debugging

Headword:
δεσπότις
Headword (normalized):
δεσπότις
Headword (normalized/stripped):
δεσποτις
IDX:
7519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7523
Key:
despo/tis

Data

{'content': 'δεσπότις\n = δέσποινα.', 'key': 'despo/tis'}