Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτίσκος
δεσπότις
δετή
δεῦμα
δεῦρο
δευσοποιός
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
View word page
δεσποτικός
δεσποτικός δεσπότης of or for a master, δεσποτικαὶ συμφοραί misfortunes that befall oneʼs master, Xen. of persons, inclined to tyranny, despotic, Plat.

ShortDef

of or for a master; inclined to tyranny, despotic

Debugging

Headword:
δεσποτικός
Headword (normalized):
δεσποτικός
Headword (normalized/stripped):
δεσποτικος
IDX:
7517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7521
Key:
despotiko/s

Data

{'content': 'δεσποτικός\n δεσπότης\n of or for a master, δεσποτικαὶ συμφοραί misfortunes that befall oneʼs master, Xen.\n of persons, inclined to tyranny, despotic, Plat.', 'key': 'despotiko/s'}