Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτίσκος
δεσπότις
δετή
δεῦμα
δεῦρο
δευσοποιός
δεύτατος
δεῦτε
View word page
δεσποτέω
δεσποτέω = δεσπόζω c. gen., Plat.:—Pass. to be despotically ruled, Aesch., Eur.

ShortDef

to be despotically ruled

Debugging

Headword:
δεσποτέω
Headword (normalized):
δεσποτέω
Headword (normalized/stripped):
δεσποτεω
IDX:
7515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7519
Key:
despote/w

Data

{'content': 'δεσποτέω\n = δεσπόζω\n c. gen., Plat.:—Pass. to be despotically ruled, Aesch., Eur.', 'key': 'despote/w'}