Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτίσκος
δεσπότις
δετή
δεῦμα
δεῦρο
δευσοποιός
δεύτατος
View word page
δεσποτεία
δεσποτεία δεσπότης the power of a master over slaves, or the relation of master to slaves, Arist. absolute sway, despotism, Isocr.

ShortDef

the power of a master

Debugging

Headword:
δεσποτεία
Headword (normalized):
δεσποτεία
Headword (normalized/stripped):
δεσποτεια
IDX:
7514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7518
Key:
despotei/a

Data

{'content': 'δεσποτεία\n δεσπότης\n the power of a master over slaves, or the relation of master to slaves, Arist.\n absolute sway, despotism, Isocr.', 'key': 'despotei/a'}