Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτίσκος
δεσπότις
δετή
View word page
δεσμώτης
δεσμώτης δεσμόω a prisoner, captive, Hdt., Attic as adj. in chains, fettered, Aesch., fem. δεσμῶτις, Soph.
ShortDef
a prisoner, captive
Debugging
Headword:
δεσμώτης
Headword (normalized):
δεσμώτης
Headword (normalized/stripped):
δεσμωτης
IDX:
7510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7514
Key:
desmw/ths
Data
{'content': 'δεσμώτης\n δεσμόω\n a prisoner, captive, Hdt., Attic\n as adj. in chains, fettered, Aesch., fem. δεσμῶτις, Soph.', 'key': 'desmw/ths'}