Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
View word page
δεσμοφύλαξ
δεσμοφύλαξ a gaoler, Luc.

ShortDef

a gaoler

Debugging

Headword:
δεσμοφύλαξ
Headword (normalized):
δεσμοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
δεσμοφυλαξ
IDX:
7507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7511
Key:
desmofu/lac

Data

{'content': 'δεσμοφύλαξ\n a gaoler, Luc.', 'key': 'desmofu/lac'}