Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσποτέω
View word page
δέσμιος
δέσμιος δεσμός binding: metaph. binding as with a spell, enchaining, c. gen., ὕμνος δ. φρενῶν Aesch. pass. bound, in bonds, captive, Soph., Eur., etc.

ShortDef

binding; bound, captive

Debugging

Headword:
δέσμιος
Headword (normalized):
δέσμιος
Headword (normalized/stripped):
δεσμιος
IDX:
7505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7509
Key:
de/smios

Data

{'content': 'δέσμιος\n δεσμός\n binding: metaph. binding as with a spell, enchaining, c. gen., ὕμνος δ. φρενῶν Aesch.\n pass. bound, in bonds, captive, Soph., Eur., etc.', 'key': 'de/smios'}