Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
δεσποτεία
View word page
δέσμιον
δέσμιον = δεσμός, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέσμιον
Headword (normalized):
δέσμιον
Headword (normalized/stripped):
δεσμιον
IDX:
7504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7508
Key:
de/smion

Data

{'content': 'δέσμιον\n = δεσμός, Anth.', 'key': 'de/smion'}