Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δέργμα
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσυνος
View word page
δεσμεύω
δεσμεύω δεσμός to fetter, put in chains, Hhymn., Eur.: to tie together, as corn in the sheaf, Hes.
ShortDef
to fetter, put in chains
Debugging
Headword:
δεσμεύω
Headword (normalized):
δεσμεύω
Headword (normalized/stripped):
δεσμευω
IDX:
7503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7507
Key:
desmeu/w
Data
{'content': 'δεσμεύω\n δεσμός\n to fetter, put in chains, Hhymn., Eur.: to tie together, as corn in the sheaf, Hes.', 'key': 'desmeu/w'}