Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δεράς
δέργμα
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωτήριον
View word page
δέρρις
δέρρις δέρος a leathern covering: in pl. screens of hide, Thuc.: cf. διφθέρα.

ShortDef

a leathern covering
Derrhis

Debugging

Headword:
δέρρις
Headword (normalized):
δέρρις
Headword (normalized/stripped):
δερρις
IDX:
7499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7503
Key:
de/rris

Data

{'content': 'δέρρις\n δέρος\n a leathern covering: in pl. screens of hide, Thuc.: cf. διφθέρα.', 'key': 'de/rris'}