Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δεράς
δέργμα
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
View word page
δέρος
δέρος poetic for δέρμα, Eur.
ShortDef
skin, fleece
Debugging
Headword:
δέρος
Headword (normalized):
δέρος
Headword (normalized/stripped):
δερος
IDX:
7498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7502
Key:
de/ros
Data
{'content': 'δέρος\n poetic for δέρμα, Eur.', 'key': 'de/ros'}