Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δέ
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δεράς
δέργμα
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
δέσμιον
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
View word page
δερμάτινος
δερμάτινος δέρμα of skin, leathern, Od., Hdt.
ShortDef
of skin, leathern
Debugging
Headword:
δερμάτινος
Headword (normalized):
δερμάτινος
Headword (normalized/stripped):
δερματινος
IDX:
7497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7501
Key:
derma/tinos
Data
{'content': 'δερμάτινος\n δέρμα\n of skin, leathern, Od., Hdt.', 'key': 'derma/tinos'}