Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δέον
δέος
δέπας
-δε
δέ
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δεράς
δέργμα
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
δέσμα
δεσμεύω
View word page
δέργμα
δέργμα δέρκομαι a look, glance, Aesch., Eur.
ShortDef
a look, glance
Debugging
Headword:
δέργμα
Headword (normalized):
δέργμα
Headword (normalized/stripped):
δεργμα
IDX:
7493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7497
Key:
de/rgma
Data
{'content': 'δέργμα\n δέρκομαι\n a look, glance, Aesch., Eur.', 'key': 'de/rgma'}