Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεξίωμα
δεξίωσις
δέον
δέος
δέπας
-δε
δέ
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δεράς
δέργμα
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δέρος
δέρρις
δέρτρον
δέρω
View word page
δεραιοπέδη
δεραιοπέδη a collar, Anth.
ShortDef
a collar
Debugging
Headword:
δεραιοπέδη
Headword (normalized):
δεραιοπέδη
Headword (normalized/stripped):
δεραιοπεδη
IDX:
7491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7495
Key:
deraiope/dh
Data
{'content': 'δεραιοπέδη\n a collar, Anth.', 'key': 'deraiope/dh'}