Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
δεξιά
δεξίμηλος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
δεξιόσειρος
δεξιός
δεξιότης
δεξίπυρος
δεξιτερός
δεξίωμα
View word page
δεξαμενή
δεξαμενή aor1 part. fem. of δέχομαι, with changed accent a reservoir, tank, cistern, Hdt., Plat.

ShortDef

a reservoir, tank, cistern

Debugging

Headword:
δεξαμενή
Headword (normalized):
δεξαμενή
Headword (normalized/stripped):
δεξαμενη
IDX:
7471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7475
Key:
decamenh/

Data

{'content': 'δεξαμενή\n aor1 part. fem. of δέχομαι, with changed accent\n a reservoir, tank, cistern, Hdt., Plat.', 'key': 'decamenh/'}