Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
δεξιά
δεξίμηλος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
δεξιόσειρος
δεξιός
δεξιότης
δεξίπυρος
View word page
δεννάζω
δεννάζω from δέννος to abuse, revile, τινά Theogn., Soph.; c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δεννάζειν to utter words of foul reproach, Soph.

ShortDef

to abuse, revile

Debugging

Headword:
δεννάζω
Headword (normalized):
δεννάζω
Headword (normalized/stripped):
δενναζω
IDX:
7469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7473
Key:
denna/zw

Data

{'content': 'δεννάζω\n from δέννος\n to abuse, revile, τινά Theogn., Soph.; c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δεννάζειν to utter words of foul reproach, Soph.', 'key': 'denna/zw'}