Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
δεξιά
δεξίμηλος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
δεξιόσειρος
δεξιός
δεξιότης
View word page
δενδρῶτις
δενδρῶτις fem. adj. wooded, Eur.
ShortDef
wooded
Debugging
Headword:
δενδρῶτις
Headword (normalized):
δενδρῶτις
Headword (normalized/stripped):
δενδρωτις
IDX:
7468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7472
Key:
dendrw=tis
Data
{'content': 'δενδρῶτις\n fem. adj. wooded, Eur.', 'key': 'dendrw=tis'}