Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
δεξιά
δεξίμηλος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
δεξιόσειρος
δεξιός
View word page
δενδρώδης
δενδρώδης εἶδος tree-like: δενδρ. Νύμφαι wood-nymphs, Anth.

ShortDef

tree-like

Debugging

Headword:
δενδρώδης
Headword (normalized):
δενδρώδης
Headword (normalized/stripped):
δενδρωδης
IDX:
7467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7471
Key:
dendrw/dhs

Data

{'content': 'δενδρώδης\n εἶδος\n tree-like: δενδρ. Νύμφαι wood-nymphs, Anth.', 'key': 'dendrw/dhs'}