Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
δεξιά
δεξίμηλος
δεξιολάβος
View word page
δενδροτομέω
δενδροτομέω = δενδροκοπέω to lay waste a country, Thuc.: metaph., δ. τὰ νῶτα Ar.

ShortDef

to lay waste a country

Debugging

Headword:
δενδροτομέω
Headword (normalized):
δενδροτομέω
Headword (normalized/stripped):
δενδροτομεω
IDX:
7464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7468
Key:
dendrotome/w

Data

{'content': 'δενδροτομέω\n = δενδροκοπέω\n to lay waste a country, Thuc.: metaph., δ. τὰ νῶτα Ar.', 'key': 'dendrotome/w'}