Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
View word page
δενδροκοπέω
δενδροκοπέω κόπτω to cut down trees, esp. vines and fruit-trees, Xen.; δ. χώραν to waste a country by cutting down the trees, ap. Dem.
ShortDef
to cut down trees
Debugging
Headword:
δενδροκοπέω
Headword (normalized):
δενδροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
δενδροκοπεω
IDX:
7461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7465
Key:
dendrokope/w
Data
{'content': 'δενδροκοπέω\n κόπτω\n to cut down trees, esp. vines and fruit-trees, Xen.; δ. χώραν to waste a country by cutting down the trees, ap. Dem.', 'key': 'dendrokope/w'}