Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
View word page
δενδρόκομος
δενδρόκομος κόμη grown with wood, Eur., Ar.

ShortDef

grown with wood

Debugging

Headword:
δενδρόκομος
Headword (normalized):
δενδρόκομος
Headword (normalized/stripped):
δενδροκομος
IDX:
7460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7464
Key:
dendroko/mos

Data

{'content': 'δενδρόκομος\n κόμη\n grown with wood, Eur., Ar.', 'key': 'dendroko/mos'}