Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
δεννάζω
View word page
δενδροκόμης
δενδροκόμης κομέω of a woodman, Anth.
ShortDef
tree-covered
Debugging
Headword:
δενδροκόμης
Headword (normalized):
δενδροκόμης
Headword (normalized/stripped):
δενδροκομης
IDX:
7459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7463
Key:
dendroko/mhs
Data
{'content': 'δενδροκόμης\n κομέω\n of a woodman, Anth.', 'key': 'dendroko/mhs'}