Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δελφύς
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
δενδρῶτις
View word page
δενδροβατέω
δενδροβατέω βαίνω to climb trees, Anth.
ShortDef
to climb trees
Debugging
Headword:
δενδροβατέω
Headword (normalized):
δενδροβατέω
Headword (normalized/stripped):
δενδροβατεω
IDX:
7458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7462
Key:
dendrobate/w
Data
{'content': 'δενδροβατέω\n βαίνω\n to climb trees, Anth.', 'key': 'dendrobate/w'}