Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δελφός
δελφύς
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
δενδρώδης
View word page
δενδρίτης
δενδρίτης of a tree

ShortDef

of a tree

Debugging

Headword:
δενδρίτης
Headword (normalized):
δενδρίτης
Headword (normalized/stripped):
δενδριτης
IDX:
7457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7461
Key:
dendri/ths

Data

{'content': 'δενδρίτης\n of a tree', 'key': 'dendri/ths'}