Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δελφοί
Δελφός
δελφύς
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδρόφυτος
View word page
δενδριακός
δενδριακός δένδρον of a tree, Anth.

ShortDef

of a tree

Debugging

Headword:
δενδριακός
Headword (normalized):
δενδριακός
Headword (normalized/stripped):
δενδριακος
IDX:
7456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7460
Key:
dendriako/s

Data

{'content': 'δενδριακός\n δένδρον\n of a tree, Anth.', 'key': 'dendriako/s'}