Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δελφίνιον
δέλφιξ
δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δελφύς
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
View word page
δενδίλλω
δενδίλλω deriv. uncertain to turn the eyes or glance quickly, δενδίλλων ἐς ἕκαστον Il.
ShortDef
to turn the eyes
Debugging
Headword:
δενδίλλω
Headword (normalized):
δενδίλλω
Headword (normalized/stripped):
δενδιλλω
IDX:
7453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7457
Key:
dendi/llw
Data
{'content': 'δενδίλλω\n deriv. uncertain\n to turn the eyes or glance quickly, δενδίλλων ἐς ἕκαστον Il.', 'key': 'dendi/llw'}