Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δελφικός
Δελφίνιον
δέλφιξ
δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δελφύς
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
View word page
δέμω
δέμω to build, Il., etc.:—Mid., ἐδείματο οἴκους he built him houses, Od.:—generally, to construct, δ. ἀλωήν Hhymn.; δ. ὁδόν, ἁμαξιτόν, Lat. munire viam, Hdt.

ShortDef

to build

Debugging

Headword:
δέμω
Headword (normalized):
δέμω
Headword (normalized/stripped):
δεμω
IDX:
7452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7456
Key:
de/mw

Data

{'content': 'δέμω\n to build, Il., etc.:—Mid., ἐδείματο οἴκους he built him houses, Od.:—generally, to construct, δ. ἀλωήν Hhymn.; δ. ὁδόν, ἁμαξιτόν, Lat. munire viam, Hdt.', 'key': 'de/mw'}