Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δέλφαξ
Δελφικός
Δελφίνιον
δέλφιξ
δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δελφύς
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδίλλω
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
View word page
δεμνιοτήρης
δεμνιοτήρης τηρέω keeping one to oneʼs bed, μοῖρα δ. a lingering fate, Aesch.
ShortDef
keeping one to one's bed
Debugging
Headword:
δεμνιοτήρης
Headword (normalized):
δεμνιοτήρης
Headword (normalized/stripped):
δεμνιοτηρης
IDX:
7451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7455
Key:
demnioth/rhs
Data
{'content': 'δεμνιοτήρης\n τηρέω\n keeping one to oneʼs bed, μοῖρα δ. a lingering fate, Aesch.', 'key': 'demnioth/rhs'}