Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δελεάζω
δελεάρπαξ
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δέλτα
δελτίον
δελτογράφος
δέλτος
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δελφικός
Δελφίνιον
δέλφιξ
δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δελφύς
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
View word page
δέλφαξ
δέλφαξ deriv. uncertain a young pig, porker, Hdt., etc.
ShortDef
a young pig, porker
Debugging
Headword:
δέλφαξ
Headword (normalized):
δέλφαξ
Headword (normalized/stripped):
δελφαξ
IDX:
7441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7445
Key:
de/lfac
Data
{'content': 'δέλφαξ\n deriv. uncertain\n a young pig, porker, Hdt., etc.', 'key': 'de/lfac'}