Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δεκελεύς
δεκέτηρος
δεκέτης
δεκτέος
δέκτης
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δελεάρπαξ
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δέλτα
δελτίον
δελτογράφος
δέλτος
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δελφικός
Δελφίνιον
View word page
δέλεαρ
δέλεαρ v. δόλος a bait, Xen.: metaph., δ. τινος bait for a person, Eur.
ShortDef
a bait
Debugging
Headword:
δέλεαρ
Headword (normalized):
δέλεαρ
Headword (normalized/stripped):
δελεαρ
IDX:
7433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7437
Key:
de/lear
Data
{'content': 'δέλεαρ\n v. δόλος\n a bait, Xen.: metaph., δ. τινος bait for a person, Eur.', 'key': 'de/lear'}