Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκάχιλοι
Δεκελεῆθεν
Δεκέλεια
Δεκελεύς
δεκέτηρος
δεκέτης
δεκτέος
δέκτης
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δελεάρπαξ
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δέλτα
δελτίον
δελτογράφος
View word page
δεκτός
δεκτός verb. adj. of δέχομαι acceptable, NTest.

ShortDef

acceptable

Debugging

Headword:
δεκτός
Headword (normalized):
δεκτός
Headword (normalized/stripped):
δεκτος
IDX:
7428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7432
Key:
dekto/s

Data

{'content': 'δεκτός\n verb. adj. of δέχομαι\n acceptable, NTest.', 'key': 'dekto/s'}