Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δέκατος
δεκατόω
δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκάχιλοι
Δεκελεῆθεν
Δεκέλεια
Δεκελεύς
δεκέτηρος
δεκέτης
δεκτέος
δέκτης
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δελεάρπαξ
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δέλτα
View word page
δεκτέος
δεκτέος verb. adj. of δέχομαι to be received, Luc.

ShortDef

to be received

Debugging

Headword:
δεκτέος
Headword (normalized):
δεκτέος
Headword (normalized/stripped):
δεκτεος
IDX:
7426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7430
Key:
dekte/os

Data

{'content': 'δεκτέος\n verb. adj. of δέχομαι\n to be received, Luc.', 'key': 'dekte/os'}