Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεκατόσπορος
δέκατος
δεκατόω
δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκάχιλοι
Δεκελεῆθεν
Δεκέλεια
Δεκελεύς
δεκέτηρος
δεκέτης
δεκτέος
δέκτης
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δελεάρπαξ
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
View word page
δεκέτης
δεκέτης ἔτος lasting ten years, Soph., Plat. ten years old, Eur.: fem. δεκέτις, ιδος, Plat.

ShortDef

lasting ten years

Debugging

Headword:
δεκέτης
Headword (normalized):
δεκέτης
Headword (normalized/stripped):
δεκετης
IDX:
7425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7429
Key:
deke/ths

Data

{'content': 'δεκέτης\n ἔτος\n lasting ten years, Soph., Plat.\n ten years old, Eur.: fem. δεκέτις, ιδος, Plat.', 'key': 'deke/ths'}