Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεκάς
δεκαταῖος
δεκατάλαντος
δεκατεία
δεκατευτήριον
δεκατεύω
δεκατηλόγος
δεκάτη
δεκατόσπορος
δέκατος
δεκατόω
δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκάχιλοι
Δεκελεῆθεν
Δεκέλεια
Δεκελεύς
δεκέτηρος
δεκέτης
δεκτέος
δέκτης
View word page
δεκατόω
δεκατόω like δεκατεύω, to take tithe of a person, τινα NTest.: Pass. to pay tithe, NTest.
ShortDef
to take tithe of
Debugging
Headword:
δεκατόω
Headword (normalized):
δεκατόω
Headword (normalized/stripped):
δεκατοω
IDX:
7417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7421
Key:
dekato/w
Data
{'content': 'δεκατόω\n like δεκατεύω, to take tithe of a person, τινα NTest.: Pass. to pay tithe, NTest.', 'key': 'dekato/w'}