Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δέκα
δεκάρχης
δεκαρχία
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκάς
δεκαταῖος
δεκατάλαντος
δεκατεία
δεκατευτήριον
δεκατεύω
δεκατηλόγος
δεκάτη
δεκατόσπορος
δέκατος
δεκατόω
δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκάχιλοι
Δεκελεῆθεν
Δεκέλεια
View word page
δεκατεύω
δεκατεύω δεκάτη to exact the tenth part from a man, to make him pay tithe, τούτους δεκατεῦσαι τῶι θεῶι to make them pay a tithe to the god, Hdt.:— also of things, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα to tithe them (as an offering), Xen.: and so, Pass., δεκατευθῆναι τῶι Διΐ Hdt.: hence proverb., ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, i. e. that it would be made to pay tithe, Xen.

ShortDef

to exact the tenth part from

Debugging

Headword:
δεκατεύω
Headword (normalized):
δεκατεύω
Headword (normalized/stripped):
δεκατευω
IDX:
7412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7416
Key:
dekateu/w

Data

{'content': 'δεκατεύω\n δεκάτη\n to exact the tenth part from a man, to make him pay tithe, τούτους δεκατεῦσαι τῶι θεῶι to make them pay a tithe to the god, Hdt.:— also of things, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα to tithe them (as an offering), Xen.: and so, Pass., δεκατευθῆναι τῶι Διΐ Hdt.: hence proverb., ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, i. e. that it would be made to pay tithe, Xen.', 'key': 'dekateu/w'}