Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεκάπαλαι
δεκάπηχυς
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δέκα
δεκάρχης
δεκαρχία
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκάς
δεκαταῖος
δεκατάλαντος
δεκατεία
δεκατευτήριον
δεκατεύω
δεκατηλόγος
δεκάτη
δεκατόσπορος
δέκατος
View word page
δεκάσπορος
δεκάσπορος a lapse of ten seed-times, i. e. ten years, Eur.

ShortDef

of ten seed-times

Debugging

Headword:
δεκάσπορος
Headword (normalized):
δεκάσπορος
Headword (normalized/stripped):
δεκασπορος
IDX:
7406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7410
Key:
deka/sporos

Data

{'content': 'δεκάσπορος\n a lapse of ten seed-times, i. e. ten years, Eur.', 'key': 'deka/sporos'}