Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Αἰγυπτόνδε
Αἴγυπτος
αἰγῶνυξ
αἰδέομαι
αἰδέσιμος
αἴδεσις
ἀΐδηλος
αἰδήμων
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδνός
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
ἀΐδρυτος
Ἀϊδωνεύς
αἰδώς
αἰένυπνος
αἰζήϊος
View word page
ἀϊδνός
ἀϊδνός *εἴδω unseen, dark, Hes.
ShortDef
unseen, obscure
Debugging
Headword:
ἀϊδνός
Headword (normalized):
ἀϊδνός
Headword (normalized/stripped):
αιδνος
IDX:
741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n741
Key:
a)idno/s
Data
{'content': 'ἀϊδνός\n *εἴδω\n unseen, dark, Hes.', 'key': 'a)idno/s'}