Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεκακυμία
δεκάμηνος
δεκάμνους
δεκάμφορος
δεκάπαλαι
δεκάπηχυς
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δέκα
δεκάρχης
δεκαρχία
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκάς
δεκαταῖος
δεκατάλαντος
δεκατεία
δεκατευτήριον
δεκατεύω
View word page
δέκα
δέκα Some connect it with δάκτυλος, from the number of the fingers. ten, Lat. decem, Hom., etc.: —οἱ δέκα the Ten, Oratt.: οἱ δέκα ἔτη ἀφʼ ἥβης those who are ten years past 20 (the age of military service), Xen.

ShortDef

ten

Debugging

Headword:
δέκα
Headword (normalized):
δέκα
Headword (normalized/stripped):
δεκα
IDX:
7402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7406
Key:
de/ka

Data

{'content': 'δέκα\n Some connect it with δάκτυλος, from the number of the fingers.\n ten, Lat. decem, Hom., etc.: —οἱ δέκα the Ten, Oratt.: οἱ δέκα ἔτη ἀφʼ ἥβης those who are ten years past 20 (the age of military service), Xen.', 'key': 'de/ka'}