Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεκαετής
δεκάζω
δεκάκις
δεκάκλινος
δεκακυμία
δεκάμηνος
δεκάμνους
δεκάμφορος
δεκάπαλαι
δεκάπηχυς
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δέκα
δεκάρχης
δεκαρχία
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκάς
δεκαταῖος
View word page
δεκαπλάσιος
δεκαπλάσιος tenfold, Lat. decuplus, Plat.:— ἡ δεκαπλασία (sc. τιμή) a fine of ten times the amount, Dem.
ShortDef
tenfold
Debugging
Headword:
δεκαπλάσιος
Headword (normalized):
δεκαπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
δεκαπλασιος
IDX:
7398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7402
Key:
dekapla/sios
Data
{'content': 'δεκαπλάσιος\n tenfold, Lat. decuplus, Plat.:— ἡ δεκαπλασία (sc. τιμή) a fine of ten times the amount, Dem.', 'key': 'dekapla/sios'}