Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκάδωρος
δεκαέτηρος
δεκαετής
δεκάζω
δεκάκις
δεκάκλινος
δεκακυμία
δεκάμηνος
δεκάμνους
δεκάμφορος
δεκάπαλαι
δεκάπηχυς
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
View word page
δεκάζω
δεκάζω δεκάς I. 2 to bribe or corrupt judges, Isocr., Aeschin.:—Pass. to be bribed, Plut.

ShortDef

to bribe

Debugging

Headword:
δεκάζω
Headword (normalized):
δεκάζω
Headword (normalized/stripped):
δεκαζω
IDX:
7389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7393
Key:
deka/zw

Data

{'content': 'δεκάζω\n δεκάς I. 2\n to bribe or corrupt judges, Isocr., Aeschin.:—Pass. to be bribed, Plut.', 'key': 'deka/zw'}