Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκάδωρος
δεκαέτηρος
δεκαετής
δεκάζω
δεκάκις
δεκάκλινος
δεκακυμία
δεκάμηνος
δεκάμνους
δεκάμφορος
δεκάπαλαι
View word page
δεκάδωρος
δεκάδωρος δῶρον ΙΙ ten palms long or broad, Hes.
ShortDef
ten palms long
Debugging
Headword:
δεκάδωρος
Headword (normalized):
δεκάδωρος
Headword (normalized/stripped):
δεκαδωρος
IDX:
7386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7390
Key:
deka/dwros
Data
{'content': 'δεκάδωρος\n δῶρον ΙΙ\n ten palms long or broad, Hes.', 'key': 'deka/dwros'}