Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Αἰγυπτιστί
Αἰγυπτογενής
Αἰγυπτόνδε
Αἴγυπτος
αἰγῶνυξ
αἰδέομαι
αἰδέσιμος
αἴδεσις
ἀΐδηλος
αἰδήμων
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδνός
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
ἀΐδρυτος
Ἀϊδωνεύς
αἰδώς
View word page
ἀϊδής
ἀϊδής *εἴδω unseen, annihilated, Hes.

ShortDef

unseen

Debugging

Headword:
ἀϊδής
Headword (normalized):
ἀϊδής
Headword (normalized/stripped):
αιδης
IDX:
739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n739
Key:
a)idh/s

Data

{'content': 'ἀϊδής\n *εἴδω\n unseen, annihilated, Hes.', 'key': 'a)idh/s'}