Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκάδωρος
δεκαέτηρος
δεκαετής
δεκάζω
δεκάκις
δεκάκλινος
δεκακυμία
δεκάμηνος
δεκάμνους
View word page
δεκάδαρχος
δεκάδαρχος a commander of ten, Lat. decurio, Xen.

ShortDef

a commander of ten

Debugging

Headword:
δεκάδαρχος
Headword (normalized):
δεκάδαρχος
Headword (normalized/stripped):
δεκαδαρχος
IDX:
7384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7388
Key:
deka/darxos

Data

{'content': 'δεκάδαρχος\n a commander of ten, Lat. decurio, Xen.', 'key': 'deka/darxos'}