Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφόρος
δεῖ
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκάδωρος
δεκαέτηρος
δεκαετής
δεκάζω
View word page
δεισιδαιμονία
δεισιδαιμονία from δεισιδαίμων fear of the gods, religious feeling, Polyb.: in bad sense, superstition, Theophr.

ShortDef

fear of the gods, religious feeling

Debugging

Headword:
δεισιδαιμονία
Headword (normalized):
δεισιδαιμονία
Headword (normalized/stripped):
δεισιδαιμονια
IDX:
7379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7383
Key:
deisidaimoni/a

Data

{'content': 'δεισιδαιμονία\n from δεισιδαίμων\n fear of the gods, religious feeling, Polyb.: in bad sense, superstition, Theophr.', 'key': 'deisidaimoni/a'}