Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφόρος
δεῖ
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκάδωρος
δεκαέτηρος
View word page
δειροτομέω
δειροτομέω τέμνω to cut the throat of a person, behead, σὺ δʼ ἄμφω δειροτομήσεις Hom.

ShortDef

to cut the throat

Debugging

Headword:
δειροτομέω
Headword (normalized):
δειροτομέω
Headword (normalized/stripped):
δειροτομεω
IDX:
7377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7381
Key:
deirotome/w

Data

{'content': 'δειροτομέω\n τέμνω\n to cut the throat of a person, behead, σὺ δʼ ἄμφω δειροτομήσεις Hom.', 'key': 'deirotome/w'}