Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειπνητήριον
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφόρος
δεῖ
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκάδωρος
View word page
δειρή
δειρή perhaps akin to Lat. dorsum note that we get δέρη not δέρα, even in Attic. the neck, throat, Il., Hdt.; Attic Trag.

ShortDef

the neck, throat

Debugging

Headword:
δειρή
Headword (normalized):
δειρή
Headword (normalized/stripped):
δειρη
IDX:
7376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7380
Key:
deirh/

Data

{'content': 'δειρή\n perhaps akin to Lat. dorsum\n note that we get δέρη not δέρα, even in Attic.\n the neck, throat, Il., Hdt.; Attic Trag.', 'key': 'deirh/'}