Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφόρος
δεῖ
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
View word page
δειραχθής
δειραχθής ἄχθος heavy on the neck, Anth.

ShortDef

heavy on the neck

Debugging

Headword:
δειραχθής
Headword (normalized):
δειραχθής
Headword (normalized/stripped):
δειραχθης
IDX:
7375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7379
Key:
deiraxqh/s

Data

{'content': 'δειραχθής\n ἄχθος\n heavy on the neck, Anth.', 'key': 'deiraxqh/s'}